ὀναγρόβοτος

ὀναγρόβοτος
ὀναγρόβοτος, ον,
A grazed by wild asses,

ὀροπέδια Str.12.6.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οναγρόβοτος — ὀναγρόβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός όπου βόσκουν όναγροι («τὰ τῶν Λυκαόνων ὀροπέδια ψυχρὰ καὶ ψιλὰ καὶ ὀναγρόβοτα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄναγρος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • ὀναγροβότου — ὀναγρόβοτος grazed by wild asses masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀναγρόβοτα — ὀναγρόβοτος grazed by wild asses neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”